- αδιάζευκτος
- -η, -οαυτός που δεν έχει πάρει διαζύγιο, δεν έχει χωρίσει: Ζητά να ξαναπαντρευτεί, ενώ είναι ακόμη αδιάζευκτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀδιάζευκτος — not disjoined masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάζευκτος — η, ο (Α ἀδιάζευκτος, ον) [διαζευγνύω] νεοελλ. αυτός που δεν έχει διαζευχθεί, δεν έχει πάρει διαζύγιο αρχ. αδιαχώριστος, αχώριστος, αδιάσπαστος … Dictionary of Greek
ἀδιάζευκτον — ἀδιάζευκτος not disjoined masc/fem acc sg ἀδιάζευκτος not disjoined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαζεύκτου — ἀδιάζευκτος not disjoined masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαζεύκτους — ἀδιάζευκτος not disjoined masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχώριστος — η, ο (AM ἀχώριστος, ον) 1. αυτός που δεν χωρίζεται ή δεν είναι δυνατόν να χωριστεί, ο αδιαίρετος 2. εκείνος που δεν μπορεί να χωριστεί από κάποιον ή κάτι νεοελλ. (για συζύγους) ο αδιάζευκτος, που δεν χώρισε αρχ. εκείνος για τον οποίο δεν ορίστηκε … Dictionary of Greek
ԱՆԲԱԺԻՆ — ( ) NBH 1 0118 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 9c, 10c, 12c ա. Առանց բաժնի մնացեալ. որ չառնու ինքեան բաժին կամ ժառանգութիւն. ... *Ելանէ դուստր ʼի տան է, անբաժին եւս է ... Լիցի անբաժին առնուլ (զկոյս բռնաբարեալ). Մխ. դտ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)